consomptible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
consomptible | consomptibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
consomptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να καταστραφεί ή να φθαρεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη consommer