consomptible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
consomptible consomptibles

Επίθετο[επεξεργασία]

consomptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]