contextualize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | contextualize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contextualizes |
αόριστος | contextualized |
παθητική μετοχή | contextualized |
ενεργητική μετοχή | contextualizing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- contextualize < contextual + -ize
Ρήμα
[επεξεργασία]contextualize (en)