contributoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contributoire | contributoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
contributoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με μια συνεισφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη contribuer