convive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
convive | convives |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]convive (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η συνδαιτυμόνας
ενικός | πληθυντικός |
convive | convives |
convive (fr) αρσενικό ή θηλυκό