corbeille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
corbeille | corbeilles |
corbeille (fr) θηλυκό
- ο κάλαθος αχρήστων, ο σκουπιδοντενεκές
- το πανέρι, το καλάθι