correio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
correio | correios |
correio (pt) αρσενικό
- το ταχυδρομείο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό: os correios