correio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
correio correios

correio (pt) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό: os correios