corrigo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

corrigo < con- + rego

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkor.ri.ɡoː/
τυπογραφικός συλλαβισμός: cor‐ri‐go

Ρήμα[επεξεργασία]

corrigo (la)

  1. διορθώνω
  2. ισιάζω
  3. διευθετώ, τροποποιώ, αποκαθιστώ
  4. θεραπεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]