corsetage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corsetage corsetages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corsetage (fr) αρσενικό