corte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corte | cortes |
corte (es) θηλυκό
- δικαστήριο
- corte penal internacional - διεθνές ποινικό δικαστήριο