coscénariste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coscénariste < co- + scénariste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coscénariste | coscénaristes |
coscénariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δεύτερος σεναριογράφος, που γράφει ένα σενάριο μαζί με κάποιον άλλο, συνσεναριογράφος