cosmétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔs.me.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cosmétique | cosmétiques |
cosmétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cosmétique | cosmétiques |
cosmétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό