courbette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
courbette | courbettes |
courbette (fr) θηλυκό
- ο τεμενάς
ενικός | πληθυντικός |
courbette | courbettes |
courbette (fr) θηλυκό