τεμενάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τεμενάς | οι | τεμενάδες |
γενική | του | τεμενά | των | τεμενάδων |
αιτιατική | τον | τεμενά | τους | τεμενάδες |
κλητική | τεμενά | τεμενάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεμενάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική temenna < αραβική تمن (tamannā)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεμενάς αρσενικό
- η υπόκλιση για χαιρετισμό ή σε ένδειξη σεβασμού ή και δουλοπρέπειας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)