τέμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέμενος | τα | τεμένη |
γενική | του | τεμένους | των | τεμενών |
αιτιατική | το | τέμενος | τα | τεμένη |
κλητική | τέμενος | τεμένη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέμενος < τέμνω
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική temple
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τέμενος ουδέτερο
- ο αρχαίος χώρος και έδαφος για τη λατρεία θεού ή ήρωα
- (ισλαμισμός) το συνώνυμο του τζαμί
- (μεταφορικά) το ίδρυμα για την καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τέμενος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχαίο ιερό
είδος ιερού
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τέμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τέμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τέμενος | τὰ | τεμένη & τεμένεᾰ |
γενική | τοῦ | τεμένους αιολικός τεμένηος & τεμένεος |
τῶν | τεμενῶν & τεμενέων |
δοτική | τῷ | τεμένει & τεμένεῐ̈ |
τοῖς | τεμένεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τέμενος | τὰ | τεμένη & τεμένεα |
κλητική ὦ! | τέμενος | τεμένη & τεμένεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεμένει & τεμένεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τεμενοῖν & τεμενέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέμενος < θέμα τεμε- < τεμα- όπως στο ρήμα τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₁- + -νος. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀳𐀕𐀜 (te-me-no)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τέμενος, -εος/-ους ουδέτερο
- κομμάτι γης που ανήκει σε βασιλείς και ηγεμόνες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 578 (577-580)
- ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς, | ἔνθα μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι | πεντηκοντόγυον, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, | ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι.
- να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρόν της Καλυδώνος | το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων, | εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο, | τ᾽ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς, | ἔνθα μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι | πεντηκοντόγυον, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, | ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 185 (184-186)
- ἀλλὰ ἕκηλος | Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας | δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾽ ἀλεγύνειν·
- ήσυχος | ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει | άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ᾽ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλὰ ἕκηλος | Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας | δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾽ ἀλεγύνειν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 578 (577-580)
- κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποιο θεό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 112.2
- περιοικέουσι δὲ τὸ τέμενος τοῦτο Φοίνικες Τύριοι, καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὁ συνάπας Τυρίων στρατόπεδον. ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῦ Πρωτέος ἱρὸν τὸ καλέεται ξείνης Ἀφροδίτης.
- γύρω στο τέμενος κατοικούν Φοίνικες από την Τύρο, και όλη αυτή η περιοχή ονομάζεται Στρατόπεδο των Τυρίων. Στο τέμενος μάλιστα του Πρωτέα υπάρχει ιερό που ονομάζεται της Ξένης Αφροδίτης·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- περιοικέουσι δὲ τὸ τέμενος τοῦτο Φοίνικες Τύριοι, καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὁ συνάπας Τυρίων στρατόπεδον. ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῦ Πρωτέος ἱρὸν τὸ καλέεται ξείνης Ἀφροδίτης.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 112.2
- (γενικότερα) ιερός τόπος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 99.3
- ἐτείχιζον οὖν ἐξελθόντες ἀπὸ τῆς σφετέρας πόλεως ἀρξάμενοι, κάτωθεν τοῦ κύκλου τῶν Ἀθηναίων ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγοντες, τάς τε ἐλάας ἐκκόπτοντες τοῦ τεμένους καὶ πύργους ξυλίνους καθιστάντες.
- Βγήκαν από την πόλη τους και άρχισαν να χτίζουν εγκάρσιο τείχος από το σημείο της πολιτείας που βρίσκεται πιο κάτω από το κυκλικό αθηναϊκό τείχος. Έκοβαν τις ελιές του ιερού χώρου κι έχτιζαν ξύλινους προμαχώνες.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐτείχιζον οὖν ἐξελθόντες ἀπὸ τῆς σφετέρας πόλεως ἀρξάμενοι, κάτωθεν τοῦ κύκλου τῶν Ἀθηναίων ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγοντες, τάς τε ἐλάας ἐκκόπτοντες τοῦ τεμένους καὶ πύργους ξυλίνους καθιστάντες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 99.3
- ναός ή ιερό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 135.1
- τότε δὲ θῶμά μοι μέγιστον γενέσθαι λέγεται ὑπὸ Θηβαίων· ἐλθεῖν ἄρα τὸν Εὐρωμέα Μῦν, περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια, καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος.
- Τότε, όπως αφηγούνται οι Θηβαίοι, έγινε ένα καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, θαύμα· δηλαδή ο Μυς αυτός από τον Εύρωμο, κάνοντας το γύρο των μαντείων, έφτασε και στο τέμενος του Πτώου Απόλλωνος.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τότε δὲ θῶμά μοι μέγιστον γενέσθαι λέγεται ὑπὸ Θηβαίων· ἐλθεῖν ἄρα τὸν Εὐρωμέα Μῦν, περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια, καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 135.1
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τέμενος Ἄρεος
- τέμενος Νείλοιο
- τέμενος Καφισίδος: η λίμνη του Κηφισού που ήταν αφιερωμένη στη νύμφη Κηφισίδα
- ἱερὸν τέμενος
- τέμενος αἰθέρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- τέμενος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₁- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)