τέμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τεμενάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέμενος τα τεμένη
      γενική του τεμένους των τεμενών
    αιτιατική το τέμενος τα τεμένη
     κλητική τέμενος τεμένη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακίτσο μουσουλμανικού τεμένους

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέμενος < τέμνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμενος ουδέτερο

  1. ο αρχαίος χώρος και έδαφος για τη λατρεία θεού ή ήρωα
  2. (ισλαμισμός) το συνώνυμο του τζαμί
  3. (μεταφορικά) το ίδρυμα για την καλλιέργεια γραμμάτων και τεχνών

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέμενος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμενος ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]