cover-up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cover up

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cover-up cover-ups

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cover-up (en)

  • η συγκάλυψη, μια ενέργεια που γίνεται για να κρύψει ένα λάθος ή μια παράνομη δραστηριότητα από το κοινό
    the cover-up of the Watergate scandal - η συγκάλυψη του σκανδάλου Γουώτεργκαίητ

Πηγές[επεξεργασία]