crème fraiche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
crème fraiche | crèmes fraiches |
crème fraiche (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) (ορθογραφία του 1990) η κρέμα γάλακτος
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- (παραδοσιακή ορθογραφία) crème fraîche