craquelin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

craquelin < μέση ολλανδική crakeline

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
craquelin craquelins

craquelin (fr) αρσενικό

  • σκληρό μπισκότο που σπάει μόλις το δαγκώσουμε