μπισκότο
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μπισκότο | μπισκότα |
γενική | μπισκότου | μπισκότων |
αιτιατική | μπισκότο | μπισκότα |
κλητική | μπισκότο | μπισκότα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπισκότο < ιταλική biscotto < bis + cotto (=δύο φορές ψημένο) < λατινικά coctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος coquo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pekʷ- (=μαγειρεύω) (συγγενές με το σανσκριτικό पचति (pácati) και το αρχαιοελληνικό πέσσω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπισκότο ουδέτερο
- τραγανό γλύκισμα με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη, κομμένο σε κομματάκια και καλοψημένο σε φούρνο