cravate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cravate < (άμεσο δάνειο) σερβοκροατική Hr̀vāt (Κροάτης), δείτε την Ετυμολογία «γραβάτα» < πρωτοσλαβική *xъrvat(in)ъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cravate | cravates |
cravate (fr) θηλυκό