Μετάβαση στο περιεχόμενο

creche

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
creche creches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

creche (en)

  1. (βρετανική σημασία) ο βρεφονηπιακός σταθμός
     συνώνυμα: day care center (αμερικανικά αγγλικά),  και δείτε τον όρο day nursery
  2. (αμερικανική σημασία) η φάτνη, η αναπαράσταση της σκηνής της γέννησης του Χριστού
      A creche was set up in the square.
    Στην πλατεία στήθηκε μία φάτνη.
     συνώνυμα: crib (βρετανικά αγγλικά)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]