creche
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
creche | creches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]creche (en)
- (βρετανική σημασία) ο βρεφονηπιακός σταθμός
- ≈ συνώνυμα: day care center (αμερικανικά αγγλικά), → και δείτε τον όρο day nursery
- (αμερικανική σημασία) η φάτνη, η αναπαράσταση της σκηνής της γέννησης του Χριστού
- ⮡ A creche was set up in the square.
- Στην πλατεία στήθηκε μία φάτνη.
- ≈ συνώνυμα: crib (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ A creche was set up in the square.