credence
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]credence (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- η πίστη σε κάτι ως αληθινό
- ⮡ Don’t give credence to rumors.
- Μη δίνεις πίστη σε φήμες/σε διαδόσεις.
- ⮡ I don’t give credence to his words.
- Δε δίνω πίστη στα λεγόμενά του/στα λόγια του.
- ⮡ Don’t give credence to rumors.