Μετάβαση στο περιεχόμενο

credence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

credence (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η πίστη σε κάτι ως αληθινό
      Don’t give credence to rumors.
    Μη δίνεις πίστη σε φήμες/σε διαδόσεις.
      I don’t give credence to his words.
    Δε δίνω πίστη στα λεγόμενά του/στα λόγια του.