criada
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
criada | criadas |
criada (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
criada | criadas |
criada (pt) θηλυκό