crunch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]crunch (en)
- κριτσανίζω
- υπολογίζω, επεξεργάζομαι (για αριθμούς και στοιχεία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crunch (en)
- το κριτσάνισμα (ο ήχος)
- η κρίση, κρίσιμο σημείο
- η άσκηση για τους κοιλιακούς (sit-up) όπου το κατώτερο τμήμα της πλάτης δεν απομακρύνεται από το έδαφος