cryptocurrency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cryptocurrency | cryptocurrencies |
cryptocurrency (en)
- (νόμισμα, τεχνολογία) το κρυπτονόμισμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- cryptocurrency στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ cryptocurrency - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)