cuff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cuff (en)
- η άκρη του μανικιού, η άκρη του μπατζακιού, το ρεβέρ
- (ανεπίσημο) cuffs: χειροπέδες handcuffs (συνήθως στον πληθυντικό, όμως για μία: cuff)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cuff (en)
- χτύπημα με ανοιχτό χέρι, η μάπα, η φάπα
Ρήμα
[επεξεργασία]cuff (en)
- ρίχνω μάπα, ρίχνω φάπα