Μετάβαση στο περιεχόμενο

cuisse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cuisse < παλαιά γαλλική quisse

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɥis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cuisse cuisses

cuisse (fr)