cuisse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cuisse < παλαιά γαλλική quisse
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cuisse | cuisses |
cuisse (fr)
cuisse < παλαιά γαλλική quisse
ενικός | πληθυντικός |
cuisse | cuisses |
cuisse (fr)