Μετάβαση στο περιεχόμενο

curtain

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
curtain curtains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

curtain (en)

  1. η κουρτίνα
  2. (θέατρο) η αυλαία