cutting agent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cutting agent | cutting agents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cutting agent (en)
- χημικό νόθευσης ή απεμπλουτισμού/αραίωσης άλλου ακριβότερου ναρκωτικού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αργκό, λαϊκότροπο: buff