cylindrique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.lɛ̃.dʒik/
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| cylindrique | cylindriques |
cylindrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| cylindrique | cylindriques |
cylindrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό