cylindrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.lɛ̃.dʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cylindrique cylindriques

cylindrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό