débarrasser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ba.ʁa.se/
 

débarrasser (fr)

  1. απαλλάσσω
  2. ξεμπερδεύω από κάτι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]