Μετάβαση στο περιεχόμενο

débaucher

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.bo.ʃe/

débaucher (fr)

  1. παρασύρω, αποτρέπω κάποιον από τη δουλειά του
  2. (ειδικότερα) πείθω κάποιον να αφήσει τη δουλειά του και να δουλέψει μαζί μου
  3. απολύω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]