déboîtement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déboîtement déboîtements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

déboîtement (fr) αρσενικό

  1. η εξάρθρωση
  2. βγαίνω από τη γραμμή, αλλάζω λωρίδα (στο δρόμο)