déchirure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déchirure < déchirer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déchirure déchirures

déchirure (fr) θηλυκό

  1. ο σχίσιμο
  2. (ιατρική) η θλάση