déchirure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- déchirure < déchirer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
déchirure | déchirures |
déchirure (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
déchirure | déchirures |
déchirure (fr) θηλυκό