Μετάβαση στο περιεχόμενο

σχίσιμο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχίσιμο τα σχισίματα
      γενική του σχισίματος των σχισιμάτων
    αιτιατική το σχίσιμο τα σχισίματα
     κλητική σχίσιμο σχισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχίσιμο < (σχίζω, έσχισα) σχισ- + -ιμο. Δείτε και σκίσιμο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsçi.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχίσιμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχίσιμο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]