déformation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
déformation | déformations |
déformation (fr) θηλυκό
- η παραμόρφωση, η αλλοίωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη déformer