dégarni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégarni | dégarnis |
θηλυκό | dégarnie | dégarnies |
Επίθετο[επεξεργασία]
dégarni (fr)
- αποτριχωμένος
- απαλλαγμένος από κάτι που τον κάλυπτε