Μετάβαση στο περιεχόμενο

délit

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
délit délits

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

délit (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]