crime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crime (en))
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
από το λατινικό crimen, κατηγορία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crime (fr))
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- criminogène
- criminologie
- criminologue
- incrimination
- incriminé
- incriminer
- récriminateur
- récrimination
- récriminer
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crime (pt))