déluge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déluge | déluges |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déluge (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) ο κατακλυσμός
Δείτε επίσης : deluge |
ενικός | πληθυντικός |
déluge | déluges |
déluge (fr) αρσενικό