dépolitisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépolitisation | dépolitisations |
dépolitisation (fr) θηλυκό
- η πράξη και το αποτέλεσμα της αφαίρεσης πολιτικού χαρακτήρα από κάτι, η απολιτικοποίηση
- la dépolitisation des jeunes
- la dépolitisation des syndicats