dépucelage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.py.slaʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dépucelage | dépucelages |
dépucelage (fr) θηλυκό
- το ξεπαρθένιασμα, η παρθενοφθορία