déraison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déraison | déraisons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déraison (fr) θηλυκό
- ο παραλογισμός, η αλλοφροσύνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη déraisonner