dériver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dériver (fr)
- ξεφεύγω, βγαίνω από την πορεία, παρεκκλίνω
- παροχετεύω
- παράγομαι (λέξη από μία άλλη)
- εκτρέπω (μεταβατικό)