dérivation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dérivation | dérivations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dérivation (fr) θηλυκό
- (γλωσσολογία) η παραγωγή
- η εκτροπή
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
dérivation | dérivations |
dérivation (fr) θηλυκό