dúvida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dúvida | dúvidas |
dúvida (pt)θηλυκό
- η αμφιβολία}
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- sem dúvida
- αναμφίβολα