długo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

długo < długi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdwu.ɡɔ/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

długo (pl)

  1. (τοπικό) μακριά
  2. (χρονικό) πολύ
    jak długo będziemy czekać? - πόσο πολύ θα περιμένουμε;
    ta wycieczka trwała bardzo długo - αυτή η εκδρομή κράτησε πάρα πολύ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]