długo
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]długo < długi
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]długo (pl)
- (τοπικό) μακριά
- (χρονικό) πολύ
- jak długo będziemy czekać? - πόσο πολύ θα περιμένουμε;
- ta wycieczka trwała bardzo długo - αυτή η εκδρομή κράτησε πάρα πολύ