daltonien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό daltonien daltoniens
θηλυκό daltonienne daltoniennes

daltonien (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό daltonien daltoniens
θηλυκό daltonienne daltoniennes

daltonien (fr) αρσενικό

  • πρόσωπο που πάσχει από δαλτωνισμό
    un daltonien - ένας δαλτωνικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]