dano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dano | danos |
dano (pt) αρσενικό
- η ζημιά
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dano | danos |
dano (pt) αρσενικό