danois
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]danois (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | danois | danois |
θηλυκό | danoise | danoises |
danois (fr)
Επίρρημα
[επεξεργασία]danois (fr)