darn
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]darn (en)
- (ανεπίσημο, ευφημισμός) καταραμένος, χρησιμοποιείται ως μαλακή βρισιά, αντί να λέει «damn», για να τονίσει κάτι
- ⮡ Turn off the darn TV!
- Κλείσε αυτή την καταραμένη τηλεόραση!
- ⮡ Turn off the darn TV!
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]darn (en)
- (ανεπίσημο, ευφημισμός) χρησιμοποιείται ως μαλακή βρισιά, αντί να λέει «damn», για να σημαίνει «εξαιρετικά» ή «πολύ»
- ⮡ You made a darn good effort.
- Έκανες μια πολύ καλή προσπάθεια.
- ⮡ You made a darn good effort.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]darn (en)